Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

EΥΡΗΚΑ



ΕΥΡΗΚΑ

Όταν γυρνάμε σπίτι εμείς οι μικράνθρωποι, δεν είμαστε πάντα χαμογελαστοί.
Μαυρισμένοι και καρβουνιασμένοι για την επιβίωση, βάζουμε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί να πιούμε.
Χαμογελώντας κοιτάζουμε αλήθωρα τον άσπρο τοίχο του δωματίου μας.
Σκεφτόμαστε πού θα βάλουμε την επόμενη αφίσα. Στο κέντρο ίσως, αλλιώς σε κάποια γωνία.
Πόσο μεγάλη θα είναι η πληγή της ημέρας? Οι διαστάσεις και το σχήμα ποικίλουν. Πόσο μεγάλη ήταν η πληγή της μέρας? Αν χωρέσει στον τοίχο έχει καλώς, κοιμόμαστε ήσυχοι φορώντας το ηλίθιο χαμόγελο του κρασιού. Αν η αφίσα δεν χωρέσει στον μικρό τοίχο του δωματίου, κρίμα. Θα μας μαστιγώσει πριν αποκοιμηθούμε.
Μετά από χρόνια οι τοίχοι είναι γεμάτοι αφίσες. Δεν υπάρχει άλλος χώρος για νέες πληγές.
Δεν μας ενοχλέι αυτό όμως καθόλου. Πίνουμε συνήθως μια γουλιά κρασί και φωνάζουμε έξω από το παράθυρο δυνατά :  „Εύρηκα!“
Παίρνουμε στα χέρια το ξεραμένο από παλιές μπογιές πινέλο. Το βουτάμε μέσα στις φλέβες των χεριών μας και γράφουμε με μεγάλες κινήσεις των χεριών πάνω στις αφίσες την λέξη εξιλέωση:  ALZHEIMER“.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

ΔΙΧΩΣ ΠΑΣΣΑΛΟΥΣ ΚΑΙ ΦΡΑΧΤΕΣ


Ταμπέλες, πρέπει, επιβάλλεται να, άγχος και ετικέτες με τιμές αξιολόγησης.
Η καρδιά θαμμένη στα συντρίμμια μα ξεπροβάλλει ακράτητη.
Φωτεινή στο χρώμα του ήλιου.
Τα συντρίμμια στο φώς της φλέγονται να δείχνουν δρόμους.
Τόσο όμορφη, λυγίζουν τα δέντρα στο πέρασμά της μήπως διαβεί μπροστά τους.
Ανεβαίνει στα άστρα σαν πλανόδιος ζογκλέρ που σκορπάει χαμόγελα.
Εκείνα χορεύουν στην παρέα της, και αυτή μοιράζει δώρα.
Φεγγοβολεί και αστράφτει ο κόσμος που τη γέννησε.
Πάνε τα πρέπει, χαθήκανε.
Το είδαν οι θαμμένοι και υψώσαν γροθιά στον αέρα.
Κοιτάξανε ψηλά και οι καρδιές μιλήσανε.
Οι ταμπέλες που τόσα χρόνια βιδώνανε στους δρόμους, χυθήκανε λιωμένες.
Έτσι ποτίζει ο κήπος μας, δίχως πάσσαλους και φράχτες.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

ΕΝΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗ ΟΝΕΙΡΟ


Αθήνα μου, Πόλη του ψηφιδωτού.
Πολύχρωμα πετραδάκια σπρώχνουν το ένα το άλλο προσπαθώντας βίαια να πάρουν μια θέση στο έργο Σου. Πετραδάκια χαμένα και μπερδεμένα στα σκόρπια ιστορικά παντρέματα. Αδιαμόρφωτη εικόνα με εμμονή στο ανακάτεμα. Η συλλογικότητα πόθος στηριγμένος στην άμμο της ταλαιπωρημένης κλεψύδρας Σου. Έτσι ήρθε και ο καιρός του μαστίγιου να βεβαιώσει το κακό. Η ώρα να αντικρύσουμε τους μετέωρους εαυτούς μας στα μάτια των άλλων, στους καθρέφτες της ψυχής μας. Εκεί να λογομαχήσουμε, να βρίσουμε, να φουντώσουμε, να ξενερώσουμε και να φύγουμε θολωμένοι στο μίσος. Αστείοι και μόνο!
Ταξιτζήδες μπουχτισμένοι στην αδικία τους, δημόσιοι υπάλληλοι εξιλαστήρια θύματα στην αρένα της τηλεόρασης. Πορφυρές κούνιες να καταριούνται συνδικαλιστές. Κομμουνιστές που τρέμουν αναρχικούς. Αναρχικοί που ρίζωσαν στα σοκάκια και στη μολότοφ της καρδιάς τους, να την πετάνε στα πάνοπλα σκυλιά της ασυνειδησίας. Μίλια μακριά από κοινόβια στη φύση και τη φάρμα. Όλοι μαζί κάθε πρωί στα σουπερμάρκετ της γειτονιάς να επισφραγίζουμε ρόλους και το βράδυ κατάρες, δυστυχία με παρηγοριά μια μπύρα, Γερμανική. Όλοι μαζί στο ατέλειωτο αλκοολικό μας νταραβέρι όσο τσιμπολογάμε πατάτες υβρίδια απο σπόρους πολυεθνικών. Γλοιώδεις νεοφιλελεύθεροι που ελπίζουν να καρπωθούν την έσχατη στιγμή κάποιο καρβέλι από το δηλητηριασμένο σύστημα. Χτικιάρηδες τολμηροί που υψώνουν τη φωνή του εγωισμού και  της πνευματικής τους θολούρας. Από κάτω κάποια παλαμάκια να θυμίζουν συνεχώς την αστειότητα των εποχών. Δεν κλαίω φυσικά, παρατηρώ. Ταξιδεύω στα χωριά και τους εγκαταλελειμμένους κάμπους. Στις πηγές που χύνουν το παρθένο νέκταρ δίχως πια νέους ξεδιψαστές. Όλα είναι στη θέση τους, όπως και εμείς στη δική μας. Καταθλιπτικοί, νευρωτικοί και εγκλωβισμένοι στο κλουβί της πόλης, σαν άγρια θηρία έτοιμα να κανιβαλλίσουν για ένα κομμάτι τυρί και ένα μονόλεπτο οργασμικό κλάμα. Ανίκανοι να δούμε έξω από Αυτήν. Έγινε η Αθήνα σπηλιά του Πλάτωνα, και οι εξεγέρσεις μια εκτόνωση για να ξαναφορέσουμε τις αλυσίδες με την ησυχία μας. Συνειδησιακά μπαλώματα με μαστίγιο και αυτομαστίγωμα, έγινε συνήθεια που δεν κόβεται με μια κοφτή κουβέντα. Η Καριέρα, μώλος μηχανοκίνητων μυαλών, με την άγκυρα τους να μουχλιάζει την καρδιά και το φώς μέσα στα φύκια της υποκρισίας. Ως ψυχασθενείς θα μας δούμε που άνοιξαν ξαφνικά τα μάτια ορθάνοιχτα. Παρέες-παρέες θα φύγουμε τότε σε κάποιο νέο χωριό, να ζήσουμε την ευτυχία μας με χρώμα και χαμόγελα. Να δουλέψουμε για την τροφή μας, την αγνή και την φωτεινή. Απαλλαγμένη από δηλητήρια. Το νερό από την πηγή στο δίπλα βουναλάκι. Και άλλοι παραδίπλα με κήπους και ζαρζαβατικά. Γουρούνια, κότες και φωτοβολταικά. Εκεί να γελάμε και να χορεύουμε μεθυσμένοι από ζωή. Ελεύθεροι και συνειδητοί θεέ μου. Προβάλλοντας την ευτυχία και όχι πολεμώντας την δυστυχία. Την ποτίζαμε με μίσος να επιστρέφει όρθια και τρομακτική, καλοφορτισμένη μπαταρία στα χέρια ασυνείδητων. Θα φύγω με βλέμμα καθάριο για καιρούς αγάπης σε μια ζωή που γεύομαι κάθε μέρα ώς δώρο εξ'ουρανού, και όχι σαν βαρύδι που ξεφορτώνει η ματιά σε ανύποπτους περαστικούς του φωτόφοβου Μετρό. Εκεί που γέμισε βλέμματα πεινασμένου καρχαρία και ψυχές αχόρταγης ρουφήχτρας. Αχ Αθήνα με το ψηφιδωτό Σου! Και αν το χαμόγελο δεν χώρεσε στο έργο Σου, και αν η υποκρισία αγκάλιασε το θρέμμα Σου, εγώ να ξέρεις θα δραπετεύσω!

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Ο ΚΑΔΟΣ ΚΑΙ Η ΓΑΤΑ

Καραδοκεί πονηρά, έχει λευκό τρίχωμα.
Ο κάδος στέκει αμέριμνος, όπως πάντα.
Με ένα σάλτο τολμηρό, τον απαλλάσει απ’την ανία.
Αυτός ανοιχτός με τη γλώσσα κρεμάμενη.
Αυτή στα δόντια του, χορεύει στις μυρωδιές των ψαροκόκκαλων.
Ένα αλισβερίσι τίμιο.
Ψάχνει το θησαυρό, μα φτάνουν τα παιδιά.
Τα δικά μας παιδιά.
Εκεί να κλείνουν τη γλώσσα του με βία.
Αυτή σπαρταριστή στα δόντια με λιγμούς.
Τα παιδιά χαμογελούν.
Ο κάδος μόνος ξανά, εκείνη τσιρίζει πεινασμένη.
Ας είναι.
Τα παιδιά χαμογελούν στο δρόμο για το Σπίτι..

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ


Ποτάμια αγάπης ρέουν στα στήθη. 
Ψιθυρίζουν και κουλουριάζονται οι υγρές ψυχές τους.
Ρευστές και άμορφες γεμίζουν κάθε σπιθαμή του γαλαξία μας.
Αν είναι αυτές οι στιγμές που μένουν, δεν είδα χώρο πουθενά για φόβο.
Στιγμές υγρές περίσσειου όγκου να πραγματώνουν τη δημιουργία των ονείρων.
Μια ροή ατέλειωτη στα ορθάνοιχτα μα ταλαιπωρημένα μάτια της ψυχής μας, να πλημμυρίζει τον κόσμο μας με φώς.
Να το βλέπουν οι άνθρωποι, να σκιάζονται!
Με περιέργεια μικρού παιδιού να πλησιάζουν σέρνοντας μαζί τους τα φοβισμένα πόδια.
Και εκεί, το βάρος της αγάπης να τους ρουφά υπνωτισμένους, μα ο νούς βαστάει κόντρα.
Τι αστείοι που είναι οι άνθρωποι. Βάζουν το γιατί στις κάλπικες βάσεις. Αυτές που τους τυρρανούνε.
Αστείοι αυτοί, τραγικός εγώ που μέσα τους ορθώνω το χορό μου.
Απλώνω σκέψεις και αραδιάζω αισθήματα στον πάγκο της λαϊκής τους.
Όχι να πληρωθώ με τάλαντα, αλλά με αγάπη.
Μετρημένοι στα δάχτυλα κοντοζυγώσαν.
Καταπιεσμένοι όπως εγώ, με μάτια ορθάνοιχτα και βουρκωμένα.
Τι να φοβηθώ λοιπόν σ' αυτή την αναγέννηση?
Τις άπληστες ματιές μας, ή μήπως κάποιο θάνατο?
Τίποτα.
Γελώ δυνατά και αγαπώ.
Απο το ηλιοκαμμένο χώμα που κοιτάει ψηλά,
να δούμε πώς τα δέντρα σκίζουν την τροπόσφαιρα στο δρόμο για τον ήλιο.
Ω θεέ μου είναι τόσο όμορφα εδώ πάνω.
Νομίζεις όλα εκεί κάτω έγιναν με μια κοφτή πινελιά.
Και αν όχι ρηξικέλευθη, τότε μπορεί να γίνει.
Θεοί γεννηθήκαμε!
Και ας μη μας το'παν.

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ


-Οι ιδέες δεν πεθαίνουν..!
-Βρές μου την ιδέα.

-Οι ιδέες δεν πεθαίνουν..'!
-Έχω μια ιδέα.

-Οι ιδέες δεν πεθαίνουν..!
-Ιδέα να γίνουμε.

-Οι ιδέες δεν πεθαίνουν..!
-Τον χρόνο νικήσαμε!

-Οι ιδέες δεν πεθαίνουν..!
-Στο Tώρα είναι η λύση.

-Οι ιδέες δεν πεθαίνουν..!
-Κουφάλες δεν θα σβήσω!

-Οι ιδέες δεν πεθαίνουν..!
-Μισό λεπτό να κατουρήσω..

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΑ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ


Τι να γράψεις ποιητή?
Να ομορφύνεις ποιό όμορφο?
Ποια κάλπικη αλήθεια να αποτυπώσεις πέρα από την παρατήρηση της ίδιας σου της Ύπαρξης?
Και έρχεσαι τώρα βιβλίο να πουλήσεις.
Τιμή ευκαιρίας.
Αδράτωντας την ευκαιρία.
Ερωτεύτηκες πάλι ψευδαισθήσεις που τόσο εύκολα πούλησες.
Άλλη μια ψευδαίσθηση να σου εμπνεύσει το ίδιο νταραβέρι.
Κι εσύ αναγνώστη,
τι διαβάζεις?
Χαθήκαμε στην εξαργύρωση της κατάντιας μας και κάναμε την αναζήτηση κυκλοθυμία.
Ξεχάσαμε την Ύπαρξη και διαιωνίσαμε το στολισμένο κουκλοθέατρο.
Ψευδαισθήσεις που σβήνουνε μία-μία για να μείνει μια λευκή κόλλα χαρτί στα μάτια μας.
Χαμογελώντας.
Στης λέξης την αλήθεια, την αλήθεια ας δούμε.
Όχι τα χρωματιστά χαρτονομίσματα.
Μια λευκή κόλλα χαρτί παρακαλώ.
Να ουρλιάξω πάνω της.